Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

"Γάμος άκλαυτος και θάνατος αγέλαστος δε γίνεται"

"Γάμος άκλαυτος και θάνατος αγέλαστος δε γίνεται"

"Γάμος άκλαυτος & θάνατος αγέλαστος  
δε γίνεται"
του Νίκου Σωτηρόπουλου
                       «Είκοσι χρόνια πότιζα μηλίτσα στην αυλή μου
                       ήρθαν και την επήρανε, ας πάει με την ευχή μου»
Λέει η μάνα της νύφης. Στον αποχαιρετισμό της νύφης με τα γονικά, αδέρφια, συγγενείς και φίλους λίγοι είναι εκείνοι που συγκρατούν τα δάκρυα τους και καμιά νύφη δεν μπό­ρεσε, όπως μολογιέται, να κρατήσει τα μάτια της στε­γνά, τούτη την ώρα!

Όλους τους αγκαλιάζει κι απ’ όλους δέχεται ευ­χές για καλά στέφανα, νάναι καλορίζικη και να κάνει «γιους μαλάματα!» Ακούει τις διάτες των τρανύτερων με ιδιαίτερη προσοχή. Καμαρώνει με σεμνότητα και δεν χασκογελάει γιατί όλα τα μάτια είναι στραμ­μένα απάνω της. Στο πόδεμα από τον κουνιάδο της συμπαραστέκονται «οι στολίστρες» (=φίλες που επιμελήθηκαν του ντυσίματος) οι οποίες τραγουδούν σιγανά μακρόσυρτα λυπητερά τραγούδια με τα λόγια:
«φεύγεις και πας στα μακρινά, τα έρημα τα ξένα
κι αλησμονάς τις φίλες σου, μάνα και πατέρα»
Η νύφη συναισθηματικά φορτισμένη και ψυχικά ανήμπορη απαντάει «σιγοκλαίγοντας»:
«Η Μάνα μ’ μ’ έδιωχνε
κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει φεύγα,
φεύγω κλαίγοντας και παραπονεμένη!»
Αυτά συνοπτικά συνέβαιναν την ώρα του αποχω­ρισμού κόρης και γονιών.
Ας παρακολουθήσουμε όμως και τις ηθικολογι­κές - εθιμικές εκδηλώσεις του θανάτου. Όταν αυτός που πέθαινε ήταν νέος ή νέα, νιόπα­ντρος, μοναχογιός - μοναχοκόρη το πένθος ήταν «βα­ρύ και ασήκωτο». Κρατούσε χρόνια και σε πολλές περιπτώσεις για ολόκληρη τη ζωή. Οι άντρες έμειναν αξύριστοι για ένα ή τρία χρόνια. Ενώ οι γυναίκες μαυροφοραίνονταν και το μαντίλι ήταν ριγμένο μέχρι τα βλέφαρα για ένα χρόνο ή για ολόκληρη τη ζωή. Δεν πήγαιναν σε χαρές και πα­νηγύρια και δεν έσφαζαν αρνί το Πάσχα:
«Κλαίνε, σκούζουν, μοιρολογάνε και συγκρατημό δεν έχουν».
«Η μία κλαίει την αυγή, η άλλη το με­σημέρι
κι εκεί στο λιοβασίλεμα κλαίνε κι οι δυο αντάμα»
μας λέει λυπητε­ρό μοιρολόγι.
Στην περίπτωση που ο πεθαμένος είναι γέροντας παθής και κατάκοιτος σπά­νια κλαίνε, απλώς τον συ­ντροφεύουν συζητώντας και πολύ συχνά διηγούνται εύ­θυμες ιστορίες και γελάνε συγκρατημένα όπως το απαιτεί η περίσταση.
Ο πατέρας της λαογρα­φίας Ν. Πολίτης σημειώ­νει:
«Ούτε χαρά άμικτος θλίψεως ούτε θλίψις άμι­κτος χαράς και εν τοις γάμοις δάκρυα και κλαυθμοί γίνονται κατά την αναχώρησιν της νύ­φης, ότε αποχωρίζεται των γονέων της. Εν δε ταις κηδείαις ουχί σπανίως συμβαίνουσιν έκτροπα προκαλούντα την ιλαρότητα».  
Πηγή: Εφημερίδα «ΑΣΒΕΣΤΙΩΤΙΚΟΙ ΠΑΛΜΟΙ»
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το "κάτι" που μένει...