Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Δικαίωμα

...Δικαίωμα.

Απόσπασμα απ' το "Για σένα χόρευαν τα πουλιά, πατέρα..."

Κατερίνα Δεσπότη - Σταματίου, Παπαθεοδώρου

ΉΡΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ - ΒΟΛΟΣ

Κεφάλαιο Πρώτο - Μαρτυριάρης καθρέφτης 1ο - ΜΕΡΑ ΑΡΧΗΣ

....Σελ. 10 - 14



Το ξαναείπα. Θα πέσω. Θα σπάσω. Κι αν σπάσω, μαύρη μαυρίλα θα πλακώσει τη δικιά μου. Είναι και προληπτική. Μ’ έχει παρατήσει πάνω σε μια μικρή τηλεόραση. Ακροβατώ. Ο όγκος μου είναι τεράστιος. Απορώ πώς αυτή η τηλεόραση δείχνει ακόμα ειδήσεις, διαφημίσεις και παρατράγουδα. Από τη στιγμή που την καβάλησα εγώ, θα έπρεπε να είχε βουβαθεί, αλλά αυτή επιμένει να λέει τα δικά της. Μπράβο κότσια η μικρή τι βι!
Και το τραπεζάκι, ήρωας. Μαύρο ήταν κι αυτό, λάκα σαν κι εμένα, αλλά η δικιά μου κάποια εποχή για τις ανάγκες του παιδικού δωματίου το έβαψε γκρι ανοιχτό, πάλι λάκα, για να δένει με το παιδικό κρεβάτι και το γραφείο που ήταν κίτρινο-γκρι.
Τι να σου κάνει η γυναίκα; Αφού έχει συχνά τάσεις αλλαγής στη διακόσμηση του σπιτιού της κι αφού το πορτοφόλι της δε συμφωνεί μ’ αυτές τις τάσεις, πιάνει κι αυτή ένα πινέλο, παίρνει διάφορες μπογιές και το παίζει ζωγράφος. «Πενία τέχνας κατεργάζεται». Έτσι δεν έλεγαν οι παλιοί;

Πού να σας πω για την παλιά κουζίνα! Πράσινα κύματα αφηρημένης τέχνης έχετε δει σε κουζίνα; Εγώ είδα. Κάποια εποχή που λέτε, όλη η κουζίνα είχε γίνει ένας μεγάλος πίνακας ζωγραφικής. Όλα τα παλιά ντουλάπια είχαν γίνει καινούργια, χάρη στις λαδομπογιές της. Χρώματά της το κίτρινο και το πράσινο. Αντί να κάνει, όμως βουνά και κάμπους, ζωγράφιζε κύματα, σαλούφες και νερά. Στη μέση το τραπέζι με τις καρέκλες, ίδιο ζωγράφισμα κι αυτές, βουνά και κύματα, πάντα πράσινα όμως, λες κι ήταν η βάρκα που θα αρμένιζε σε πράσινες θάλασσες και μπλε βουνά. Γύρω γύρω τα σύνεργα μιας κουζίνας, κατσαρολικά, ψυγεία και τα σχετικά, λες κι ήταν τα σωσίβια, οι σημαδούρες που θα την έσωζαν απ’ τους κρυφούς,  άγνωστους κι άχρωμους υφάλους της θάλασσας, της ζωής της.
Αχ, δικιά μου!
Και που λέτε, ζωντάνευε ο πίνακας της ζωγραφικής μόλις η οικογένεια μαζευόταν για φαγητό στο τραπέζι. Κι η ψαριά ήτανε όλη δική της, και πάντα καλή, αφού είχε για δόλωμα την αγάπη. Ήταν να τον χαζεύεις αυτόν τον πίνακα… Μα την αλήθεια!
Κάποιοι ειδικοί ψυχολόγοι, αν τον έβλεπαν, θα έβγαζαν εύκολα το συμπέρασμα: «Ορατότης μηδέν ή απαγορεύεται ο απόπλους στο χωριό της. Ψυχολογία καλλιτέχνη, μηδέν!» Κάποιοι άσχετοι θα έλεγαν: «Καλύτερα στα γύφτικα!» και κάποιοι άλλοι, ρομαντικοί: «Τι ωραίο! Τι φαντασία! Τι ζεστή κουζίνα!». Αλλά ας μην το αναπτύξω άλλο το θέμα, μην το νοσταλγήσει η δικιά μου και πιάσει πάλι κανένα πινέλο και μας μαυρίσει τελείως όλους εδώ μέσα!
Τι να σου κάνω δικιά μου; Κρίμα τα ταλέντα σου. Μάλλον σε άλλη εποχή έπρεπε να είχες γεννηθεί.

Έλεγα για το τραπεζάκι. Γερό και τυχερό αποδείχτηκε. Άσε που έχει αλλάξει πολλές φορές θέσεις, ανάλογα με τις διαθέσεις της δικιάς μου. Πότε στο σαλόνι –εκεί το σκέπαζε με κάτι μακρύ για να μη φαίνονται τα πόδια–, πότε στο δωμάτιο του Τάσου, πότε στης Χαράς, ακόμα και στην κουζίνα έφτασε η χάρη του. Ναι, ακόμα κι εκεί! Μια μέρα που είχαμε πολύ κόσμο σπίτι μας το χρησιμοποίησε αντί για καρέκλα. Άκου να δεις! Δεν κολλάει σε κάτι τέτοιες λεπτομέρειες η δικιά μου. Αρκεί να υπάρχει γύρω της αγάπη και δεν τη νοιάζει και πολύ για το πού κάθεται αυτή.
Έτσι, λοιπόν, κι αυτό το τραπεζάκι υπήρξε κάποια στιγμή σημαντικό κάθισμα αγάπης, σ’ εκείνον τον ζωντανό πίνακα ζωγραφικής, με τα πράσινα κύματα… Εγώ, δυστυχώς, δεν υπήρξα ποτέ. Μακάρι να έπιανε τώρα δα το πινέλο και να με ζωγράφιζε μπλε, που τόσο τής αρέσει! Είμαι σίγουρος, όμως, πως αργά ή γρήγορα, ή στη χειρότερη, στα γεράματά της, εκεί στο χωριό, στο γεροντομοίρι της, σίγουρα θα με κάνει. Ναι, είναι και όνειρό μου. Κάποτε θα γίνω ο μπλε καθρέφτης της. Δεν μπορεί.
Το τραπεζάκι, μικρό μεν, αλλά όπως και να το κάνουμε, έχει παραστάσεις. Αυτό έζησε. Κι ακόμα πιο τυχερό, γιατί είναι ακόμα στα ίσια του. Αυτό πώς το ’χεις; Δεν είναι ανάσκελα σαν κι εμένα. Και χρήσιμο κυρίως. Πάντα κάτι θα σηκώνει στις πλάτες του. Εμένα η δικιά μου πάει να με αχρηστεύσει. Ούτε που με κοιτάζει. Δεν μπορώ να το πιστέψω.
Απ’ την άλλη, κι εγώ δεν μπορώ να πω ότι έχω παράπονο. Πήγα και στο σαλόνι. Υπήρξα κι εγώ σετ με το μαύρο δερμάτινο σαλόνι και τις λουλουδάτες μαξιλάρες, με τον μπουφέ και τις τζαμαρίες της μεγάλης τηλεόρασης, με τα υπόλοιπα άλλα μαύρα τραπεζάκια και κυρίως με τους δύο ψιλόλιγνους καθρέφτες που τυλίγουν τις κολόνες του σαλονιού, αλλά τώρα… Τι θυμάμαι τώρα…
Εδώ εγώ έχω πιαστεί κι η δικιά μου αγρόν ηγόρασε. Κάνει σα να μη με βλέπει, σα να τιμωρεί εμένα για ό,τι τής συμβαίνει. Εκεί που μ’ είχε πάνω στη μαύρη κομότα για αρκετά χρόνια, στο δωμάτιο της Χαράς που σπουδάζει στην Αθήνα και τώρα έγινε στέκι της, με πήρε μια μέρα ξαφνικά και με πήγε στο σαλόνι. Εκεί αντάμωσα το παλιό σαλόνι που είχα χρόνια να δω, όχι γιατί ήμουνα εγώ στο παιδικό, αλλά γιατί εκείνο είχε μετακομίσει. Άλλη μαύρη ιστορία κι αυτή. Θα σας την πω, αν μ’ αφήσει κι άλλο εδώ και δεν έχω τι να κάνω.
Που λέτε, μ’ έβαλε από δω, μ’ έβαλε από κει, δεν τής κόλλαγα στο μάτι. «Δεν πήγαινα, δεν χωρούσα», την άκουσα να μονολογεί. Άκουσα κι ένα «κρίμα!», αλλά τι να το κάνεις; Η δικιά μου δεν έχει χρόνο πια για μένα.
«Πάλι καλά!» να λες.
Θέλω να τής πω: «Δε σου φταίω εγώ, κυρά μου, αν είμαι μεγάλος και τετράγωνος. Τόσα χρόνια, όμως, καλός ήμουνα. Σε μένα κατέφευγες για να φτιάξεις το μαλλί, εγώ σου κρατούσα συντροφιά στα ξενύχτια σου. Σ’ έχω μελετήσει τόσο! Να ήξερες! Ακόμα και τώρα που κοιτάζω το ταβάνι, σε βλέπω. Μη νομίζεις. Μη με προκαλείς, γιατί θα τα μαρτυρήσω κι αυτά, κι εγώ δεν είμαι μαρτυριάρης σαν τον ψηλόλιγνο του σαλονιού, που μόλις ανοίγεις την πόρτα, όλα τα λέει στους απέναντι.
Που λέτε, ο φίλος μου ο σαλονάτος όλα τα δείχνει, όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει. Κάτι σαν τους καρπουζάδες το καλοκαίρι. Όταν είναι ανοιχτές οι πόρτες απ’ την κουζίνα και απ’ τα άλλα δωμάτια και βλέπει καλά, βγάζει όλα τα «άπλυτα» στη φόρα, στην κυριολεξία. Έτσι που είναι διάσπαρτοι οι καθρέφτες μέσα σ’ αυτό το σπίτι, κάνουν αντανάκλαση ο ένας στον άλλον. Δεν το έχει σκεφτεί. Προέκυψε. Πού να ‘ξερε το κουτσομπολιό και τη συνεργασία που έχουμε εμείς μεταξύ μας! Αν το ήξερε η δικιά μου, θα μας είχε καταργήσει όλους. Θα μας είχε πετάξει όλους, μα όλους, στα σκουπίδια. Ακόμα κι εμένα που θέλω να πιστεύω πως μου έχει μεγαλύτερη αδυναμία. Πάλι καλά που εμένα μ’ έχει ανάσκελα ακόμα και δεν έχει βρει χρόνο να σκεφτεί και να αποφασίσει τι θα με κάνει.
Μεταξύ μας, η μαύρη αλήθεια είναι πως ανησυχώ. Κι αν δε με χρειάζεται πια και με βγάλει στα σκουπίδια; Όλα να τα περιμένεις απ’ αυτή. Ξέρω ότι είναι καλή και δένεται με τα πράγματα, μα την είδα προχθές νευριασμένη που πετούσε, πετούσε και τελειωμό δεν είχε. Λες και μισούσε την ίδια της τη ζωή και τις αναμνήσεις της. Χαρτιά και χαρτάκια που μάζευε επί χρόνια ολόκληρα, τα πέταξε σε μια βραδιά. Την είδα που γέμιζε συνέχεια μεγάλες σακούλες σκουπιδιών. Μαύρες ήταν κι αυτές. Τι νομίζατε; Τι θα ήταν; Άσπρες;
Όλα μαύρα είναι εδώ μέσα, κι άραχλα. Ακόμα κι η δικιά μου, μαύρα φοράει. Πέντε μήνες τώρα. Πενθεί την πεθερά της που έφυγε ξαφνικά. Πρόθυμα τα φόρεσε, από σεβασμό στη μάνα του άντρα της. Τώρα κολλήσανε πάνω της και μαύρισε κι αυτή. Τι έπαθε; Μήπως είναι καιρός να τα βγάλει, ν’ αλλάξει η ψυχολογία της; Όπως και να το κάνουμε, το χρώμα επηρεάζει. Εδώ εγώ, μια βδομάδα τώρα βλέπω άσπρο και με κούρασε. Και το άσπρο είναι και το χρώμα της χαράς, όπως λένε οι άνθρωποι, που έχουν και μυαλό!

Γράφτηκε το 2009, εκδόθηκε το 2012, τώρα έχουμε 2014 και το θυμήθηκα με αφορμή το σημερινό βάψιμο της τραπεζαρίας της κουζίνας. Όπως τά 'λεγα, δένομαι με τα πράγματα. Εκεί, γύρω στο 1986, μαζεύαμε λεφτά με την μάννα, κρυφά απ' τον άντρα μου και του κάναμε έκπληξη. Ήταν και παραμένει σουηδικό ξύλο, άσχετα αν εγώ, το "ζωγράφησα" πολλές φορές! Πέρασε από πολλές ακόμα, ζωγραφικές! Σημάδια κακού ... ζωγράφου, είδα σήμερα που ήμουνα σκυμμένη από κάτω και προσπαθούσα να σβήσω τα παλιά ίχνη. Κάπου εκεί, όμως, σκόνταψα με το συναίσθημα και κράτησα κρυμμένα ενθύμια. Νωρίτερα όμως, μάλωνα τον εαυτό μου που μέσα στα έξοδα, δεν πήρα εδώ και 28 χρόνια, μια νέα τραπεζαρία. Μετά, βλέποντας τα σημάδια, είπα, "όχι", ίσως ποτέ να μην την αλλάξω"! Την αγαπάω, γιατί μας "τάϊσε", εκτός από φαί, και με ζεστασιά και αγάπη. Αποδείχτηκε σκληρό σκαρί, πολλές οι αλμύρες της θάλασσας, δοκιμάστηκε στα μεγάλα κύματα, άντεξε, εγγυάται πως μπορεί να "κολυμπήσει", ακόμα και για τα εγγόνια μας!

Υγ.1 Ένα ταξιδάκι μόνιμο στο χωριό... μπορεί να πάει, όμως! Αν αυτό αποδείχθηκε γερό, η "ζωγράφα" διαμαρτύρεται για τα χέρια της... Πονάνε.... Γιατί, τα χρόνια δεν έρχονται μόνα τους, φέρνουν και κουσούρια... Τα κουπιά κάποτε σπάνε.

Υγ2. Έτσι, στίγμα, γιατί οι αληθινές ιστορίες, έχουν πάντα και συνέχεια που δεν τελειώνει με τον επίλογο ενός βιβλίου.

Υπογραφή
Κατερίνα Δεστάπα; και Στάπα! που μου τα "λέει" (και της τα λέω), η ίδια η ζωή!

*****



Υγ. 3 Περισσότερες φωτογραφίες, πρώην πράσινα κύματα.... ΕΔΩ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το "κάτι" που μένει...